- αντικαταλλαγή
- ἀντικαταλλαγή, η (Α)1. ανταλλαγή2. ανταπόδοση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντικαταλλαγή — exchange fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικαταλλαγῆς — ἀντικαταλλαγή exchange fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικαταλλαγήν — ἀντικαταλλαγή exchange fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικαταλλαγάς — ἀντικαταλλαγά̱ς , ἀντικαταλλαγή exchange fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)